- χλιδῶντες
- χλιδάωto be softpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλιδώ — άω, Α [χλιδή] 1. είμαι χλιδανός*, τρυφηλός 2. (με αρνητική σημ.) ζω τρυφηλά και άσωτα («οἱ χλιδῶντες καὶ ἀβροδιαίτως ζῶντες», Φίλ.) 3. φρ. «χλιδῶ ἐπί τινι» περηφανεύομαι για κάτι (Σοφ.) … Dictionary of Greek